-
1 телефон
телефон м το τηλέφωνο· номер \телефона о αριθμός τηλεφώνου; говорить по \телефону μιλώ με το τηλέφωνο; звонить по \телефону τηλεφωνώ; позвать к \телефону καλώ στο τηλέφωνο; я у \телефона! εμπρός! \телефон не работает το τηλέφωνο δε λειτουργεί* * *мτο τηλέφωνοно́мер телефо́на — ο αριθμός τηλεφώνου
говори́ть по телефо́ну — μιλώ με το τηλέφωνο
звони́ть по телефо́ну — τηλεφωνώ
позва́ть к телефо́ну — καλώ στο τηλέφωνο
я у телефо́на! — εμπρός!
телефо́н не рабо́тает — το τηλέφωνο δε λειτουργεί
-
2 вызвать
вызвать 1) καλώ, προσκα λώ, φωνάζω \вызватьврача φώναζα το γιατρό· \вызватьтакси καλώ τα ξί· \вызвать по телефону καλώ στο τηλέφωνο 2) (возбудить) διεγείρω, προκαλώ· \вызвать интерес προκαλώ ενδιαφέρον 3): \вызвать на состязание (на соревнование) καλώ σε αγώνα ( σε άμιλλα)* * *1) καλώ, προσκαλώ, φωνάζωвы́звать врача́ — φωνάζω το γιατρό
вы́звать такси́ — καλώ ταξί
вы́звать по телефо́ну — καλώ στο τηλέφωνο
2) ( возбудить) διεγείρω προκαλώвы́звать интере́с — προκαλώ ενδιαφέρον
3)вы́звать на состяза́ние (на соревнова́ние) — καλώ σε αγώνα (σε άμιλλα)
-
3 вызывать
вызыватьнесов1. καλῶ, φωνάζω/ σηκώνω (ученика):\вызывать по телефону καλώ στό τηλέφωνο· \вызывать врача φωνάζω вызывать (или καλῶ) τό γιατρό· \вызывать в суд κλητεύω, καλώ στό δικαστήριο· \вызывать из комнаты φωνάζω ἀπ' τό δωμάτιο·2. (на состязание) προσκαλώ, (προ)καλῶ:\вызывать на соцсоревнование кого-л. (προσ)καλῶ κάποιον σέ σοσιαλιστική ἀμιλλα·3. (возбуждать) προκαλώ, προξενώ:\вызывать ссо́ру προκαλώ καυγα· \вызывать отвращение προξενώ ἀηδία, προκαλώ ἀπέχθεια· \вызывать аппетит ἀνοίγω τήν δρεξη, προκαλώ δρεξη· \вызывать подозрения διεγείρω ὑποψίες (или ὑπόνοιες)· \вызывать восторг προκαλώ τό θαυμασμό·4. (артистов) καλώ, προσκαλώ, φωνάζω. -
4 телефону
телефон||уκαλώ (или φωνάζω) στό τηλέφωνο.
См. также в других словарях:
ξανακαλώ — 1. προσκαλώ κάποιον ξανά 2. παίρνω πάλι τηλέφωνο, καλώ πάλι τον ίδιο αριθμό στο τηλέφωνο … Dictionary of Greek